15 Ιουλίου 2013

Μια κούνια στο χιόνι...

Δώδεκα χρονώ ήταν ο Θύμιος. Σγουρόμαλλο, ξανθό, γαλανομάτικο αγόρι. Όμορφη ζωγραφιά θα ήταν αν δεν του 'λειπε αυτό που του 'λειπε και τόκανε τραχύ, ανήσυχο, νευρικό, κακό. Στο τελευταίο θρανίο του νυχτερινού σχολείου καθόταν πάντα ο Θύμιος και γράμματα δε μάθαινε. Τώρα πείραζε τον ένα, ύστερα κορόιδευε τον άλλο, κατόπι έκανε πως κοιμόταν και ροχάλιζε, κι άλλοτε πάλι τον έπαιρνε στ’ αλήθεια ο ύπνος. Έβαζε τότε το μουτζουρωμένο χέρι του με το λερωμένο μανίκι επάνω στο θρανίο και βασίλευαν τα γαλανά μάτια του και κρύβονταν πίσω απ’ τα βλέφαρα και τον έπαιρνε… Έτσι δεν έβλεπε γύρω του τους συμμαθητές τον καθηγητή… Δεν ήθελε να τους βλέπει… Μόνο για να περνά την ώρα του και για να τρώει το απογευματινό, που έδινε το σχολείο, ερχόταν.
Απόψε είχε μία καινούργια «απασχόληση». Όταν έφυγε απ’ το χυτήριο, που δούλευε, άρχισε να μαζεύει αποτσίγαρα απ’ το δρόμο. Η ξηλωμένη τσέπη του σακακιού του έπαιρνε μπόλικα. Κάθισε, λοιπόν, στο θρανίο του κι έβαζε φωτιά στις «γόπες», όπως τις έλεγε, κι έβλεπε τον καπνό που ανέβαινε ψηλά στο λίγο φως της αίθουσας και χασκογελούσε. Μονάχος στην αρχή. Και ο πλαϊνός του ύστερα. Και οι πιο εκεί κατόπι. Όλη η τάξη κρυφογελούσε σε λίγο.
Σταμάτησε το μάθημα ο καθηγητής, άφησε την έδρα του και γεμάτος νεύρα, έφτασε πάνω απ’ το Θύμιο. Τον άρπαξε απ’ τα’ αυτί. Το στριφογύρισε νευρικά. Του άστραψε δυό μπάτσους, που ακούστηκαν σ’ όλη την αίθουσα.
-Παλιόπαιδο! Αλήτη! Θα σε κανονίσω εγώ. Σήκω. Βγες.
Και κρατώντας το Θύμιο απ’ τ’ αυτί και μπατσίζοντας τον συνεχώς τον κατέβασε απ’ τις μαρμάρινες σκάλες για το γραφείο του Διευθυντή. Έφτασε. Άνοιξε.
-Αυτό το ζώο, κύριε Διευθυντά, πρέπει να φύγει απ’ το σχολείο, είπε αναμμένος κι έδωσε ένα μπάτσο ακόμα στο Θύμιο, χωρίς να σκεφθεί πως ήταν μπροστά στο Διευθυντή.
Ζάρωσε κι άλλο ο Θύμιος, μάζεψε το λαιμό του όσο μπορούσε περισσότερο μες το σακάκι του και προσπαθούσε να προστατέψει με τις βρώμικες παλάμες του το κεφάλι του, τα μάγουλά του.
-Παλιόπαιδο! κύριε Διευθυντά. Μ’ έχει σκάσει, κι έριξε μία ματιά γεμάτη φοβέρα στο Θύμιο ο καθηγητής.
Τι θα γινόταν τώρα; Η καταιγίδα, που ξέσπασε πάνω στο Θύμιο, θα γίνονταν σίφουνας, κυκλώνας, που θα τον άρπαζε με βία, θα τον σήκωνε ψηλά και ύστερα θα τον πετούσε με ορμή καταγής. Κι έτσι θα τελείωναν όλα… Το φοβόταν και το ευχόταν μαζί! Ο Θύμιος ένα τέτοιο πράγμα την ώρα αυτή πλάι στον οργισμένο καθηγητή, απέναντι στο Διευθυντή. Τι την ήθελε μία τέτοια ζωή;
Μα τα πράγματα δεν ήρθαν όπως τα περίμενε.
-Αφήστε τον σε μένα, κύριε καθηγητά. Θα τον τακτοποιήσω εγώ, είπε ο Διευθυντής αόργητα, ήσυχα.   
Βγήκε ο καθηγητής με μία διαμαρτυρία στα χείλη. Πολύ ήσυχος του φάνηκε ο Διευθυντής. Δεν τον κατάλαβε. Δεν θα τιμωρήσει τον ταραξία αυτό. Θα χει τα ίδια πάλι στην αίθουσα. Γιατί, κύριε Διευθυντά; Έκλεισε την πόρτα πίσω του.
Ο Θύμιος κοίταζε δειλά-δειλά το Διευθυντή στο πρόσωπο. Κι εκείνος πάλι κοίταζε ήσυχα, γλυκά, πατρικά τ’ αγόρι.
-Θύμιο, αγόρι μου, μίλησε ο Διευθυντής. Κάθισε στην καρέκλα παιδί μου. Μην στέκεσαι όρθιος.
Κάθισε δειλά, άκρη-άκρη, στη καρέκλα ο Θύμιος. Η ντροπή και τα λερωμένα ρούχα του έτσι του έλεγαν.
-Γιατί, παιδί μου, κάνεις αταξίες;
-Εμένα δε με αγαπά κανένας! Ξέσπασε ο Θύμιος. Κανένας! Κι αυτοί που με γέννησαν ακόμα…
Κι έβαλε τα κλάματα. Δύο ζεστά, καθαρά ρυάκια σχηματίστηκαν στο μουτζουρωμένο πρόσωπο του παιδιού.  Δύο ρυάκια που πήγαζαν απ’ τα γαλανά νερά των ματιών του κι έτρεχαν κατά το στόμα του, κομίζοντας την πικρή γεύση της μουτζούρας που ξέπλεναν.
Σηκώθηκε ο Διευθυντής. Πήγε κοντά στο παιδί. Χάιδεψε το σγουρόμαλλο κεφάλι του. Το κοίταξε μες στα κλαμμένα μάτια όσο μπορούσε πιο πατρικά, πιο γλυκά.
-Εγώ όμως σ’ αγαπώ, Θύμιο, είπε γλυκά.
Ένα τηλεφώνημα διέκοψε τη σκηνή.
-Μάλιστα, ευχαρίστως, τον περιμένω.
Και δεν πρόφτασε να κλείσει το τηλέφωνο και ένα χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα και πριν καλοπροφτάσει να πει εμπρός άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ένας καλοντυμένος κύριος, σοβαρός, με τον αέρα του ανώτερου.
-Τα σέβη μου, κύριε Επιθεωρητά. Παρακαλώ καθίστε, είπε και έδειξε την πολυθρόνα του γραφείου του στον Επιθεωρητή ο Διευθυντής. Ο Θύμιος έκοψε το κλάμα. Γλίστρησε  έξω. Έκλεισε την πόρτα πίσω του. Κατέβηκε τα σκαλιά μηχανικά και βρέθηκε στην εξώπορτα. Έβρεχε έξω. Θυμήθηκε πάλι τον πόνο του κι έπιασε να κλαίει… Εμένα δε μ’ αγαπάει κανένας…, έλεγε μέσα του. Κι αυτοί ακόμη που με γέννησαν μ’ άφησαν και τράβηξε ο καθένας το δρόμο του.
Το στομάχι του τον τραβούσε από μέσα. Πεινούσε. Πώς να ανέβει όμως στην τάξη; Πώς να αντικρύσει τον αγριεμένο καθηγητή, για να πάρει απ’ τα χέρια του το απογευματινό που θα δινε αυτή την ώρα στο διάλειμμα; Ούτε ένα ξεροκόμματο δεν είχε στο «σπίτι» του. Η πατρική μορφή του Διευθυντή ξαναγύρισε στη σκέψη του. Γύρισε πίσω ο Θύμιος. Ανέβηκε τις σκάλες. Χτύπησε δειλά την πόρτα. Μπήκε.
-Σας παρακαλώ πολύ μου δίνεται λίγες δραχμές να παω με το αυτοκινητο στο σπίτι γιατι βρέχει;
Λίγες δραχμές;;… Πολλές θα σου δώσω, Θύμιο μου, να πας σήμερα και αύριο με το αυτοκίνητο και να φας κι ένα γλυκό, την Κυριακή, σ’ ένα ζαχαροπλαστείο,
Κι έβγαλε κι έδωσε χρήματα στο Θύμιο.
Ένα κατοστάρικο έβλεπε στην παλάμη του το παιδί. Ένα κατοστάρικο! Πόσο γυαλιστερό ήταν! Σήκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε. Είπε ευχαριστώ και βγήκε. Κατέβηκε τα σκαλιά και στάθηκε πάλι στην εξώπορτα. Έξω έβρεχε ασταμάτητα. Έκανε να βγει να περπατήσει σύρριζα στον τοίχο να φτάσει στο φούρνο, να ζητήσει μία ξεροψημένη φρατζόλα του μισού κιλού, μα κάτι τον κράτησε. Γύρισε πίσω. Ανέβηκε τα σκαλιά. Ξαναχτύπησε δειλά την πόρτα. Άνοιξε. Μπήκε.
-Μ’ αγαπάτε, κύριε Διευθυντά; Ρώτησε μ’ όλη του την καρδιά. Μ’ αγαπάτε; Και τον κοίταξε με τα γαλάζια του μάτια, που ήταν καθαρά τώρα, όμορφα, φωτισμένα.
-Ναι, παιδί μου. Σ’ αγαπώ, είπε ο διευθυντής το ίδιο πατρικά.
-Καληνύχτα σας! Είπε χαρούμενα.

Βγήκε έξω…

Κατέβηκε τις σκάλες τρέχοντας. Περπάτησε σύρριζα στον τοίχο, για να μη βραχεί. Μπήκε στο φούρνο.
-Μια φρατζόλα του μισού κιλού ξεροψημένη παρακαλώ. Αυτήν, είπε. Ορίστε και τα χρήματα.
Πήρε τη φρατζόλα. Την έσφιξε λίγο με τα δάχτυλά του κι άκουσε το κριτσίνισμά της. Πήρε και τα ρέστα ύστερα και βγήκε. Μπροστά του φρενάρισε αυτή την ώρα το λεωφορείο. Ανέβηκε. Πλήρωσε το εισιτήριο του και κάθισε. Άρχισε να κρυφοτσιμπάει τη φρατζόλα. Ήταν ντροπή να τον βλέπουν να τρώει μες το αυτοκίνητο. Ήξερε το καλό ο Θύμιος. Έτσι από μέσα του έβγαινε μόνο του, όταν ένιωθε πως τον αγαπούσαν. Και γινόταν καλότροπο παιδί τότε, ευγενικό, χαριτωμένο, κι εύρισκε την ομορφιά του το καλοφτιαγμένο πρόσωπό του και γλύκαιναν τα μάτια του κι έσταζε μέλι η γλώσσα του.
Το λεωφορείο έκανε στάση κοντά στο σπίτι του. Κατέβηκε χαρούμενος ο Θύμιος. Δρασκέλισε μία αυλή. Έβγαλε ένα μεγάλο κλειδί απ’ την τσέπη του παντελονιού του, το έβαλε σε μία παλιά κλειδαριά ξεκλείδωσε και άνοιξε την ξύλινη πόρτα. Μπήκε σιγά, ερευνητικά στο σκοτάδι του δωματίου, βρήκε τη λάμπα και τα σπίρτα. Έβγαλε το λαμπογυάλι, άναψε ένα σπίρτο, άναψε το φυτίλι, το χαμήλωσε λιγάκι, έβαλε το γυαλί κι ένα λιγοστό, ήσυχο και ταπεινό φως φώτισε το δωμάτιο. Ένα ντιβάνι είχε το μικρό δωμάτιο, ένα μικρό τραπέζι με μία εφημερίδα για τραπεζομάντηλο, μία παλιά καρέκλα, μία κρεμάστρα για τα ρούχα κι ένα ρολόι ξυπνητήρι, από κείνα τα παλιά μεγάλα ρολόγια που ακούγονται ρυθμικά στην ησυχία του δωματίου και ξυπνούν κι αυτούς που φτάνουν στο θάνατο, θαρρείς, στον ύπνο τους.
Κάθισε τ’ αγόρι και στεγνοβούκιζε τη φρατζόλα του. Μελαγχόλησε πάλι… Έπεσαν τα φτερά του. Ξαναγέμισαν τα μάτια του. Κύλησαν τα δάκρυά στα μάγουλά του. Ως το στόμα έφτασαν πάλι. Ψωμί και δάκρυ έτρωγε ο Θύμιος… Σήκωσε ψηλά το βλέμμα του, το πέρασε απ’ το μικρό τζάμι του παραθύρου του, το περπάτησε πάνω απ’ τις χαμηλές στέγες των άλλων δωματίων και το κάρφωσε στην απέναντι πολυκατοικία, στο πιο φωτεινό διαμέρισμα της. Ένας άνδρας φαινόταν μέσα απ’ τη λεπτή κουρτίνα του, καθισμένος στο τραπέζι. Ήταν ο πατέρας του! Κι απέναντι του ήταν μία γυναίκα. Η μητρυιά του! Αυτή που τον πέταξε ένα πρωινό έξω!
-Δεν είσαι δικό μου παιδί. Δε σε θέλω. Έξω!
-Να δω το μπαμπά. Να του μιλήσω, παρακάλεσε τότε ο Θύμιος.
-Του μίλησα εγώ… Τα είπαμε. Συμφωνήσαμε. Δεν σε θέλουμε. Φύγε!
-Μα που να πάω;
-Στη μάνα σου!...
Κι έφυγε ο Θύμιος με μια μικρή βαλιτσούλα και τράβηξε να βρει τη γυναίκα που τον γέννησε. Πήγε στο σπίτι της. Ανέβηκε στο τρίτο πάτωμα. Χτύπησε το κουδούνι. Βγήκε έξω μία κοπελίτσα.    
-Τι θέλεις;
-Την μητέρα μου.
-Ποια είναι η μητέρα σου;
-Η κυρία Ευτέρπη.
-Λάθος κάνεις. Η κυρία μου τώρα παντρεύτηκε. Δεν έχει παιδιά ακόμη.
-Θέλω τη μητέρα μου, σου λέω. Φώναξέ την σε παρακαλώ.
Άκουσε η κ. Ευτέρπη τη συζήτηση. Ανησύχησε. Πετάχτηκε έξω.
-Λάθος κάνεις, αγόρι μου. Η μητέρα σου δεν… δεν μένει εδώ…
-Μητέρα!
-Σουτ! Δεν μένει εδώ σου είπα! Κι έκλεισε την πόρτα με ορμή.
-Λάθος κάνει το φτωχό, Μαρία. Αλλού ήταν να πάει…, μίλησε στην υπηρέτρια προσπαθώντας να κρύψει την ταραχή της.
Κατέβηκε τις σκάλες κλαίγοντας ο Θύμιος. Κανείς δε μ’ αγαπά… Κανείς δεν με θέλει…



Απόσπασμα από το βιβλίο, 
"Μία κούνια στο χιόνι"


7 σχόλια:

  1. Πολυ θλιβερο οχι ομως και εξωπραγματικο.
    Λεμε πως...
    με την αγαπη βγαινει ο καλος μας εαυτος....
    χμμμμμ...
    προσωπικη μου εμπειρια εδειξε πως δεν ισχυει...
    αρα δεν ειναι νομοτελειακο....

    Ας δινουμε στα παιδια...σε ολα τα παιδια..
    οσο περισσοτερη αγαπη μπορουμε....
    Γινομαστε ετσι ΟΛΟΙ καλυτεροι ανθρωποι...

    Καληνυχτολουλουδο,χαρα μου....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Είναι πολύ όμορφο βιβλίο! Πολύ συγκινητική η ιστορία που διηγείται!
      Αν υπάρχει πραγματική αγάπη, κι αν ακόμη ο κάθε άνθρωπος έχει την δυνατότητα να αγαπήσει, ξέρει να αγαπά, τότε ναι!

      Έτσι είναι! Μέσα από αυτά τα αγγελουδάκια βρίσκουμε και μεις τον καλό μας εαυτό!

      Φιλάκια πολλά Μελένια μου!

      Υ.γ. Σε ευχαριστώ και πάλι!

      Διαγραφή
  2. Γονιός δεν είναι αυτός που γεννά
    γονιός είναι αυτός που αγαπά, αυτός π ανοίγει μια αγκαλιά
    και κλείνει μια ψυχή μέσα να την προστατεύσει, να της δώσει
    ανάσα, να της δώσει φτερά.... όσο μπορεί, όσο αντέχει γιατί
    ο κόσμος εκεί έξω είναι κακός και δεν ξεχνά , εύκολα πληγώνει
    τα παιδιά που οι γεννήτορές τους τα πέταξαν...

    Κι έρχεται το πλήρωμα του χρόνου και σε κάποιες εκπομπές
    εμπρός στο γυαλί συναντούνται τα τέρατα που πέταξαν αυτά τα
    παιδιά σ ένα σκαλί, σ΄ ένα κουτί για να βρεθεί κάποιος άλλος
    να δώσει μια σταγόνα γάλα σ΄ αυτά ενώ εκείνες συνέχισαν την
    ζωή τους, καλή ή κακή δεν έχει σημασία... γεννοβόλησαν ξανά,
    έκρυψαν το αμάρτημά τους και πια με δάκρυα στα μάτια
    ζητάνε συγχωροχάρτια από σαστισμένες ψυχές που ήθελαν
    να μάθουν , τι μορφή είχε εκείνη που τις γέννησε;
    Από ψυχές που μπορεί και να μην αγαπήθηκαν ποτέ ....

    Δεν το ξέρω το βιβλίο αλλά αυτό το απόσπασμα κατάφερε
    ν΄ αναστατώσει την ψυχή μου σήμερα.

    Σε φιλώ Λία μου, να είσαι καλά κοριτσάκι μου.


    υγ. Εγώ δεν είχα την περιέργεια να μάθω, δεν αλλάζουν
    τα τέρατα μέσα στον χρόνο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. ...
      νομίζω πως τα είπες όλα...!
      ...
      Έχεις δίκαιο...! Δεν ξέρω τι να απαντήσω πάνω σε αυτό!

      Εύχομαι να πέσει στα χέρια σου και να το διαβάσεις! Έχει συγκλονιστικά στοιχεία μέσα στην ιστορία!

      Φιλάκια! Σε ευχαριστώ!
      Και συ να περνάς όσο πιο όμορφα γίνεται!

      Υ.γ. Άσε...! όλοι στο τέλος αν δεν μάθουμε τι θα πει πραγματική αγάπη θα καταντήσουμε θηρία!

      Διαγραφή
  3. Πολύ στενοχωρήθηκα... Το χειρότερο είναι πως αυτό πιθανόν συμβαίνει σε αρκετά παιδιά.. και τους κόβουν τα φτερά.. Ουφ...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Δεν ήθελα να σε στενοχωρήσω Αγγελένια μου!
      το μόνο που ήθελα ήταν να προβληματιστούμε λιγάκι και να ευαισθητοποιηθούμε!

      Ναι, δυστυχώς υπάρχει πιθανότητα να συμβαίνει σε πολλά παιδιά, και μάλιστα αυτά τα παιδιά να βρίσκονται γύρω μας και εμείς να μην το γνωρίζουμε!

      Το βιβλίο πραγματικά με είχε συγκλονίσει όταν το πρωτοδιάβασα! Αν ποτέ πέσει στα χέρια σου, αξίζει να το διαβάσεις!

      Φιλάκια πολλά!
      ελπίζω να μην σου χάλασα την διάθεση...
      Ένα όμορφο βράδυ εύχομαι! :)

      Διαγραφή
    2. Όχι εσύ βρε παιδί μου, δε με στενοχώρησες εσύ... Στενοχωριέμαι έτσι κι αλλιώς όταν τα σκέφτομαι αυτά... Αν πέσει στα χέρια μου σίγουρα θα το διαβάσω, γενικά ό,τι βιβλίο και να'ναι το διαβάζω ευχάριστα, άρα κι αυτό σίγουρα :)
      Φιλάκια πολλά πολλά πολλά :))))

      Διαγραφή

Για να μην περπατώ μόνη...