3 Οκτωβρίου 2013

Ο Αλέξης και το ξύλινο άλογο... (μια καινούρια πολιτεία)


[…] Τέτοιο λιμάνι μεγάλο, δεν είχε ξαναδεί ο Αλέξης.
-Να κάνουμε μία βόλτα να πατήσει το ποδαράκι μας στο χώμα! πρότεινε το ξύλινο αλογάκι που ήταν στεριανό και αν μπαρκάρησε, το’κανε από αγάπη για το φίλο του τον Αλέξη.
-Να κατεβούμε να δούμε τι πολιτεία είναι τούτη, είπε κι ο Αλέξης που του άρεσε να βλέπει και να μαθαίνει καινούρια πράγματα.
-Εγώ θα μείνω εδώ, είπε ο Τεμπέλαρος[το δελφίνι] στην αρχή. Μα μετά τα’ αποφάσισε. Θα ‘ρθω μαζί σας είπε. Πρέπει να πολεμήσω την τεμπελιά μου. Κι έτσι βάλανε οι δύο φίλοι τον Αλέξη στη μέση, τον πιάσανε κι απ’ το μπράτσο για να μην χαθούνε και πατήσανε το πόδι τους στην καινούργια πολιτεία…
Ο πρώτος άνθρωπος που ανταμώσανε ήταν αυτός που οδηγούσε τον εκσκαφέα.
-Καλή σας μέρα κύριε! Ο Αλέξης πάντα ευγενικός τον χαιρέτησε πρώτος.
Ο άνθρωπος του εκσκαφέα, σαν να ταράχτηκε. Σταμάτησε το μηχάνημά του και κατέβηκε. Πήγε κοντά στην συντροφιά του Αλέξη. Σα να ’χε καιρό πολύ να μιλήσει έψαχνε να βρει λέξεις. Κομπιαστά ρώτησε.
-Από πού έρχεσαι παλικάρι με την παρέα σου;
-Απ’ το νησί μου, ο Αλέξης απάντησε.
-Ο πολιτισμός δεν έχει έρθει στο νησί σας;
Σκέφτηκε καλά ο Αλέξης.
-Στο νησί σας έρχονται πολλοί ξένοι! Μπήκε στη μέση ο Τεμπέλαρος. Μπορεί να ήρθε να παραθερίσει και κανένας κύριος τέτοιος που είπατε, πως τον είπατε; Πολιτισμό;
Γελάσανε ο Αλέξης και το ξύλινο άλογο.
-Δεν είναι άνθρωπος ο πολιτισμός. Πρέπει Τεμπέλαρε μου να πας σε κανένα σχολείο να μάθεις πέντε πράγματα. Γελώντας ακόμη, ο Αλέξης συμβούλεψε τον Τεμπέλαρο. 
Γέλασαν και οι τρεις.
Ο άνθρωπος του εκσκαφέα τους κοίταζε κατάπληκτος και με λίγη ζήλεια.
-Όχι, είπε με σιγουριά. Δεν ήρθε σε σας ο πολιτισμός. Γι αυτό γελάτε εσείς.
-Γιατί εσείς δεν γελάτε; Παραξενεύτηκε ο Αλέξης.
-Μα εμείς είμαστε πολιτισμένοι! Απάντησε ο άνθρωπος του εκσκαφέα.  
Ο Αλέξης δεν καταλάβαινε τίποτα. Πολύ παράξενος άνθρωπος τούτος που αντάμωσαν. Λες έτσι παράξενη να ‘ναι και η πολιτεία τούτη; Όλο περιέργεια ρώτησε ο Αλέξης.
-Πως λέγεται η πολιτεία σας;
-Πολιτεία του 3.000 χρόνια μετά Χριστόν, απάντησε σοβαρά ο άνθρωπος.
-Όνομα πολιτείας είναι αυτό; Πρώτη φορά ακούω τέτοιο όνομα! Χαρά στο νονό που έχετε! Κορόιδεψε το δελφίνι.
-Παιδί μου δεν έχουμε καιρό να ψάξουμε να βρούμε ούτε νονό, ούτε ονόματα. Εξήγησε με κόπο ο άνθρωπος.
-Πως ζείτε και δεν έχετε καιρό; Πιάνετε την κουβέντα; Το ξύλινο άλογο ήθελε να μάθει.
-Κουβέντα; Εμείς δεν μιλάμε μεταξύ μας. Γι αυτό με δυσκολία κι εγώ μπορώ να μιλήσω. Ξεχάσαμε να κουβεντιάζουμε. Ξαφνικά ο άνθρωπος τινάχτηκε από το κούνημα που έκανε ο εκσκαφέας. Τραντάζονταν το μηχάνημα σαν τρελό.
-Είναι το αφεντικό μου, είπε ντροπιασμένος ο άνθρωπος και μου κάνει παρατήρηση γιατί έπιασα την κουβέντα. Έχασα μου λέει, τόση ώρα και η ώρα είναι χρήμα. Σας αφήνω. Γεια σας. Έτσι είπε ο άνθρωπος και βιαστικά σαν να τον κυνηγούσαν ξανάπιασε την δουλειά. Δεν πρόλαβαν να συνέλθουν οι τρείς φίλοι κι απέναντι τους, άναψαν κάτι φώτα. Φάνηκαν κάτι φωτεινές επιγραφες, μέσα από τεράστια κουτιά που έμοιαζαν με τηλεόραση.
«Αυτομάτως ασφαλιστήκατε από κλοπή, από ατύχημα, από συνάχι, γρίππη, πονόδοντο, από αϋπνία» άκουσαν μία φωνή περίεργη να λέει. Και κει μπροστά στον Αλέξη και στην παρέα του έπεσαν κάτι χαρτιά. Ξανάναψαν τα φώτα και μία φωνή που βγήκε από την τηλεόραση είπε κοφτά «Υπογράψτε μ’ ένα κούνημα του κεφαλιού. Μην κουράζεστε να βάλετε την υπογραφή σας με στυλό!»
Κούνησε το κεφάλι ο Αλέξης και είδε την υπογραφή του φαρδιά πλατειά τυπωμένη στο χαρτί.
-Πάμε να επισκεφτούμε την πολιτεία, είπε μουδιασμένο το ξύλινο άλογο.
Όλοι συμφώνησαν δύο βήματα, μα βήμα δεν έκαναν. Οι δρόμοι κινιούνταν από μόνοι τους. Απ’ τη μια μεριά πήγαιναν, απ’ την άλλη γύριζαν. Κοίταζαν ξαφνιασμένοι, είδαν κάτι κουμπιά. «Για το καλοκαίρι πάτα το κόκκινο κουμπί να ‘ρθει δροσιά», έλεγε μία φωνή που δεν καταλάβαινες αν ήταν αντρική ή γυναικεία.
-Το μπλε κουμπί θα ΄ναι για τον χειμώνα, εξήγησε ο Αλέξης. Ανέβηκαν στο δρόμο που κυλούσε και τράβηξαν για το κέντρο της πολιτείας…
Εντύπωση τους έκανε η ερημιά στους δρόμους. Ούτε παιδιά, ούτε εργάτες, ούτε νοικοκυρές…
-Να ένα παιδί! Φώναξε ο Τεμπέλαρος και τους έδειξε ένα αγόρι που καθόταν κοντά σε ένα παραθύρι.
-Κι ένα άλλο παιδί! Το ξύλινο άλογο τους έδειξε στο ίδιο σπίτι, στο ίδιο παράθυρο ένα κοριτσάκι που ήταν μισοκρυμμένο πίσω από μία κουρτίνα.
-Καλημέρα! Χαιρέτησε χαρούμενα ο Αλέξης. Το αγόρι γύρισε, τους κοίταξε παραξενεμένο, μετά κοιταξε τον ουρανο.
-Τι καλημέρα; Έτσι είναι κάθε μέρα. Ούτε καλή, ούτε κακή, απάντησε.
-Είναι το κοριτσάκι φίλη σου; ρώτησε ο Τεμπέλαρος
-Και παίζετε; πρόσθεσε το ξύλινο άλογο.
-Τι θα πει φίλος; Το παιδί τά’χασε. Εμείς δεν έχουμε τέτοιο πράγμα εδώ στην πολιτεία μας. Και τι θα πει παίζουμε; Αυτή τη λέξη δεν την μάθαμε στο σχολείο.
-Μα πως περνάτε τις μέρες σας; Ρώτησε γεμάτος απορία ο Αλέξης.
-Με την τηλεόραση. Απάντησε το παιδί της πολιτισμένης πολιτείας. Άλλο τίποτε δεν είπε, ξανάσκυψε στο κουτί που κρατούσε στο χέρι του. Ήταν μία μικρή τηλεόραση.[ ή τουλάχιστον κάπως έτσι έμοιαζε, η τεχνολογία βλέπετε είχε προχωρήσει πολύ...]   
-Σπουδαία πολιτεία!!! Είπε κοροϊδευτικά το ξύλινο άλογο.
-Ήθελα να πήγαινα στο σχολείο τους να δω τι κάνουν τα παιδιά εκεί! Δυνατά είπε τη σκέψη του ο Αλέξης. Δεν πρόλαβε να την καλοτελειώσει κι αμέσως ο δρόμος άρχισε να κινείται. Τους πήρε μαζί του και σε λίγη ώρα φάνηκε ένα κτήριο που είχε μία φωτεινή επιγραφή που γύριζε σα σφαίρα κι αναβόσβηνε κι έλεγε «Σχολείο».
Μόλις αγγίξανε την πύλη, αυτόματα κι αθόρυβα ανοίξανε οι πόρτες. Και το πρώτο που αντίκρισαν, ήταν ένας στενός διάδρομος αντί για αυλή. Τον πέρασαν και μπήκαν μες το κτήριο. Αφουγκράστηκαν μα φωνή παιδική δεν ακούστηκε. Αναπήδησαν όταν μονότονη ακούστηκε από κάπου μία φωνή. «Μην ομιλείτε, χάνετε χρόνο, ο χρόνος είναι χρήμα˙ τα παιδιά στο βάθος δεξιά κάνουν τώρα μάθημα». Η φωνή ήταν σαν ήταν σαν εκείνη στο λιμάνι.
-Να πηγαίναμε στις τάξεις τους! Σκέφτηκε το δελφίνι και πριν προλάβει καλά-καλά να το σκεφτεί, μπουμ! Μία φοβερή δύναμη τους πήγε προς τα κάτω. Κατέβαιναν με μία τρομακτική ταχύτητα μα φαίνεται πως θα’ταν μεγάλο το βάθος γιατί  και πάλι άργησαν να φτάσουν. Οι πόρτες άνοιξαν μόνες τους, και έκλεισαν μόνες τους, και να, βρεθήκανε…
Ήλιοι προβολείς ήταν παντού. Τριαντάφυλλα πλαστικά τριγύρω τους, ένα λιβάδι με πλαστικές μαργαρίτες, παπαρούνες και χαμομήλι. Ψεύτικες αγελάδες και προβατάκια ήταν σκυμμένα στο πλαστικό χορτάρι.
-Φαίνεται πως εδώ έχουν τώρα Άνοιξη! σκέφτηκε το ξύλινο άλογο.
Κι αμέσως άναψε ένα φως κι η ίδια φωνή απάντησε. «Μάλιστα έχουμε τώρα Άνοιξη».
Κοιτάχτηκαν οι τρείς φίλοι.
-Διαβάζουν τις σκέψεις μας, είπε σιγά ο Αλέξης στους άλλους δύο κι αμέσως πάλι η φωνή απάντησε. «Τις σκέψεις σας βεβαίως τις διαβάζουμε, και σ’ αυτή τη χώρα μόλις θέλετε κάτι, αμέσως το έχετε».
Τώρα πια τά’χασαν οι τρείς φίλοι. Δεν πρόλαβαν να πούνε όμως τίποτε, γιατί είδανε στις μέσα μεγάλες αίθουσες τα παιδιά. Μα δεν ήταν σε θρανία. Ήταν σε κρεβάτια. Ξαπλωμένα είχανε κάτι σύρματα στα κεφάλια στα χέρια και στα πόδια. Και κοιμόντουσαν βαθιά.
-Μας κοροϊδεύετε κυρία φωνή; Τόλμησε να πει ο Αλέξης. Αυτό δεν είναι σχολείο, είναι δημόσιο…δημόσιο… υπνωτήριο. Να τι είναι!
-Κάνετε λάθος, απάντησε η φωνή. Είναι το σύστημα της χώρας μας για να μαθαίνουν γράμματα τα παιδιά. Κοιμούνται και μαθαίνουν. Υπνοπαιδεία λέγεται το σύστημα. Αν δείτε όλη τη πολιτεία και σας αρέσει το σύστημά μας μπορείτε να γίνετε πολίτες της χώρας μας. Είπε η φωνή,
-Ας πάμε λοιπόν στην αγορά να δούμε τα τρόφιμά σας, πετάχτηκε κι είπε το ξύλινο άλογο, που πείναγε κιόλας.
-Δεν έχουμε αγορά εμείς! Τι είναι αυτό, δεν καταλαβαίνω, είπε η φωνή.
-Που είναι τα λαχανικά, τα φρούτα σας, από πού παίρνετε το κρέας σας, κι ότι άλλο τρώτε; Προσπάθησε να εξηγήσει ο Αλέξης.
-Μα εμείς δεν τρώμε.
-Γιατί; Δεν πεινάτε; τρόμαξε το ξύλινο άλογο.
-Όταν πεινάμε βάζουμε στο στόμα μας χάπια ή μία μπρίζα και στο δευτερόλεπτο χορταίνουμε.
-Που θα συναντήσουμε τους ανθρώπους της πολιτείας σας; Ρώτησε ο Αλέξης.
-Χμ!! ξερόβηξε η φωνή. Ξέρετε, δεν είναι πολλοί. Γίνανε πόλεμοι και πόλεμοι. Μεταξύ τους σκοτωθήκανε οι άνθρωποι.
-Μα καλά, κι ο πατέρας μου πήγε στον πόλεμο με το τουφέκι του, αλλά λίγοι σκοτώθηκαν απ’ το νησί μας.
-Ναι βέβαια! Έχουμε ένα τέτοιο στο μουσείο. Ο πολιτισμός όμως έκανε κάτι τόσο σπουδαία όπλα, που μ’ αυτά χάνονταν ολόκληρες πολιτείες και χώρες. Κι εμείς όπως καταλαβαίνετε είμαστε πολιτισμένοι.
-Καλά κι όσοι σωθήκατε που είσαστε; Δεν είδαμε ανθρώπους στο δρόμο, ούτε παιδιά.
-Όταν πια είπαμε ότι θα ήμασταν ευτυχισμένοι, αφού σωθήκαμε από τους πολέμους την πάθαμε σαν εκείνους στον πύργο της Βαβέλ.
-Μιλήσατε ξαφνικά πολλές γλώσσες; Θαύμασε ο Αλέξης.
-Όχι, γιατί και πριν μιλούσαμε πολλές γλώσσες. Αλλά μία μέρα λέγαμε, λέγαμε…, κι ενώ μιλούσαμε την ίδια γλώσσα, δεν καταλάβαινε ο ένας τον άλλο. Είδαμε κι αποείδαμε, πάψαμε να μιλάμε και μάθανε να μιλάνε για μας οι μηχανές. Έτσι πάψαμε να κάνουμε παρέα μεταξύ μας. Παρέα μας ήταν οι μηχανές.
-Την γλώσσα της Αγάπης την μάθατε; Ρώτησε σιγανά το ξύλινο άλογο.
-Όχι! Τέτοια γλώσσα είναι άγνωστη σε μας. Εμείς μιλάμε Γερμανικά, Γαλλικά, Ιταλικά, Ισπανικά, Αγγλικά.
-Και βάλε… ψιθύρισε το δελφίνι, ο Τεμπέλαρος. Κοίταξε στα μάτια το ξύλινο άλογο. Του έγνεψε.  -Η τρέλα δεν πάει στα βουνά… σα να του’πε.
-Καπετάνιε μπλέξαμε άσχημα, ψιθύρισε σιγά στον Αλέξη, γιατί η φωνή που μας μιλάει, φωνή τρελού μου θυμίζει.
-Όχι κύριε, δεν είμαι τρελός. Πολιτισμένος είμαι, και λίγο άρρωστος.
-Τι έχετε κύριε; Πονόψυχος ο Αλέξης ρώτησε.
-Αχ! Είπε η φωνή. Ξέρετε στην τόσο προοδευμένη κοινωνία μας είναι φυσικό να βγούνε καινούργιες αρρώστιες. Μηχανήματα πλένουν για μας, μηχανήματα σκουπίζουν, στεγνώνουν, μηχανήματα σκέφτονται για μας, περπατούν για μας, κι έτσι δεν δουλεύει καλά η καρδιά μας, το μυαλό μας, τα πόδια μας, το στομάχι μας, το αίμα μας, και βαριόμαστε, αχ πως βαριόμαστε!!!
-Καλά γιατί δεν τα λέτε αυτά στη γυναίκα σας, φωνή που δεν ξέρω αν είστε και άντρας; Ρώτησε το δελφίνι.
-Ξέρετε…, δεν καταλαβαίνει την γλώσσα μου!
-Τι δουλειά κάνει η γυναίκα σας; Ρώτησε λυπημένα ο Αλέξης.
-Καθηγήτρια γλωσσών, είπε το ίδιο λυπημένα η φωνή.
-Τι μπορούμε να κάνουμε για σας; Τι επιθυμείτε; Ρώτησε ο Αλέξης.
-Μη λέτε αυτή τη λέξη! έσκουξε η φωνή. Κάποιος πρόγονός μας φανταζόταν πως ευτυχία θα ήταν αν είχαμε ό,τι επιθυμούσαμε. Και το καταφέραμε στα 3.000 χρόνια μετά Χριστόν. Μα αυτό δεν είναι ευτυχία. Δυστυχία είναι. Δεν προλαβαίνουμε να επιθυμήσουμε τίποτε και να σου κατευθείαν. Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνετε, μα χάνει το γούστο του και την ομορφιά του το πράγμα.
-Κρίμα! Αναστέναξε ο Αλέξης. Κι εμείς όλο λέγαμε τι ευτυχισμένοι θα είναι οι άνθρωποι με τον πολιτισμό.
-Μας είχανε μάθει στο σχολείο πως ο πολιτισμός θα μας φέρει ευτυχία. Τι φταίει κι ενώ τόσο πρόκοψε η επιστήμη, ο άνθρωπος δεν είναι ευτυχισμένος; Παιδί, μήπως ξέρεις τι φταίει και είμαστε δυστυχισμένοι; ρώτησε τον Αλέξη η φωνή.

 - Να σας πω εγώ! Πετάχτηκε το δελφίνι. Έχουμε ένα γέρικο σοφό δελφίνι δάσκαλο, και πριν αρχίσει το μάθημα λέει: «Αν μάθετε γράμματα, θα γίνετε γραμματιζούμενοι, αν μάθετε όμως την αγάπη, θα γίνετε ευτυχισμένοι».


Απόσπασμα από το βιβλίο "Ο Αλέξης με το ξύλινο άλογο" 


2 σχόλια:

  1. Δύσκολο το ταξίδι για να βρείς την ευτυχία Λία μου..ευτυχία..αγάπη...μακρύς ο δρόμος..και δύσκολος.εξαιρετικό και αυτό το απόσπασμα.καλό σου βραδάκι..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ναι! είναι πολύ διδακτικό το κείμενο! λέει μεγάλες αλήθειες!

      Καλό ξημέρωμα! :)

      Διαγραφή

Για να μην περπατώ μόνη...