26 Ιουλίου 2013

Broken rose petals



Κάτω στον τόπο της φυγής άμα τύχει και περάσεις
μπορεί να δεις πολλά που να θες να τα ξεχάσεις,
αν συναντήσεις έναν τύπο που αλλιώτικος σου μοιάζει
μίλα του, μπορεί λίγο ζωή να σε κεράσει.

Γιατί είναι τίμιος και βασίζεται σε σένα,
φοβάσαι τη ζωή του και ψάχνεις τα κλεμμένα
ζητάει ο,τι του λείπει και λύπηση δε θέλει
ψυχή πιο κυριλέ και σώμα σε κουρέλι...





Θέλει την αγκαλιά σου, όχι τα ψιλά σου..!



15 Ιουλίου 2013

Μια κούνια στο χιόνι...

Δώδεκα χρονώ ήταν ο Θύμιος. Σγουρόμαλλο, ξανθό, γαλανομάτικο αγόρι. Όμορφη ζωγραφιά θα ήταν αν δεν του 'λειπε αυτό που του 'λειπε και τόκανε τραχύ, ανήσυχο, νευρικό, κακό. Στο τελευταίο θρανίο του νυχτερινού σχολείου καθόταν πάντα ο Θύμιος και γράμματα δε μάθαινε. Τώρα πείραζε τον ένα, ύστερα κορόιδευε τον άλλο, κατόπι έκανε πως κοιμόταν και ροχάλιζε, κι άλλοτε πάλι τον έπαιρνε στ’ αλήθεια ο ύπνος. Έβαζε τότε το μουτζουρωμένο χέρι του με το λερωμένο μανίκι επάνω στο θρανίο και βασίλευαν τα γαλανά μάτια του και κρύβονταν πίσω απ’ τα βλέφαρα και τον έπαιρνε… Έτσι δεν έβλεπε γύρω του τους συμμαθητές τον καθηγητή… Δεν ήθελε να τους βλέπει… Μόνο για να περνά την ώρα του και για να τρώει το απογευματινό, που έδινε το σχολείο, ερχόταν.
Απόψε είχε μία καινούργια «απασχόληση». Όταν έφυγε απ’ το χυτήριο, που δούλευε, άρχισε να μαζεύει αποτσίγαρα απ’ το δρόμο. Η ξηλωμένη τσέπη του σακακιού του έπαιρνε μπόλικα. Κάθισε, λοιπόν, στο θρανίο του κι έβαζε φωτιά στις «γόπες», όπως τις έλεγε, κι έβλεπε τον καπνό που ανέβαινε ψηλά στο λίγο φως της αίθουσας και χασκογελούσε. Μονάχος στην αρχή. Και ο πλαϊνός του ύστερα. Και οι πιο εκεί κατόπι. Όλη η τάξη κρυφογελούσε σε λίγο.
Σταμάτησε το μάθημα ο καθηγητής, άφησε την έδρα του και γεμάτος νεύρα, έφτασε πάνω απ’ το Θύμιο. Τον άρπαξε απ’ τα’ αυτί. Το στριφογύρισε νευρικά. Του άστραψε δυό μπάτσους, που ακούστηκαν σ’ όλη την αίθουσα.
-Παλιόπαιδο! Αλήτη! Θα σε κανονίσω εγώ. Σήκω. Βγες.
Και κρατώντας το Θύμιο απ’ τ’ αυτί και μπατσίζοντας τον συνεχώς τον κατέβασε απ’ τις μαρμάρινες σκάλες για το γραφείο του Διευθυντή. Έφτασε. Άνοιξε.
-Αυτό το ζώο, κύριε Διευθυντά, πρέπει να φύγει απ’ το σχολείο, είπε αναμμένος κι έδωσε ένα μπάτσο ακόμα στο Θύμιο, χωρίς να σκεφθεί πως ήταν μπροστά στο Διευθυντή.
Ζάρωσε κι άλλο ο Θύμιος, μάζεψε το λαιμό του όσο μπορούσε περισσότερο μες το σακάκι του και προσπαθούσε να προστατέψει με τις βρώμικες παλάμες του το κεφάλι του, τα μάγουλά του.
-Παλιόπαιδο! κύριε Διευθυντά. Μ’ έχει σκάσει, κι έριξε μία ματιά γεμάτη φοβέρα στο Θύμιο ο καθηγητής.
Τι θα γινόταν τώρα; Η καταιγίδα, που ξέσπασε πάνω στο Θύμιο, θα γίνονταν σίφουνας, κυκλώνας, που θα τον άρπαζε με βία, θα τον σήκωνε ψηλά και ύστερα θα τον πετούσε με ορμή καταγής. Κι έτσι θα τελείωναν όλα… Το φοβόταν και το ευχόταν μαζί! Ο Θύμιος ένα τέτοιο πράγμα την ώρα αυτή πλάι στον οργισμένο καθηγητή, απέναντι στο Διευθυντή. Τι την ήθελε μία τέτοια ζωή;
Μα τα πράγματα δεν ήρθαν όπως τα περίμενε.
-Αφήστε τον σε μένα, κύριε καθηγητά. Θα τον τακτοποιήσω εγώ, είπε ο Διευθυντής αόργητα, ήσυχα.   
Βγήκε ο καθηγητής με μία διαμαρτυρία στα χείλη. Πολύ ήσυχος του φάνηκε ο Διευθυντής. Δεν τον κατάλαβε. Δεν θα τιμωρήσει τον ταραξία αυτό. Θα χει τα ίδια πάλι στην αίθουσα. Γιατί, κύριε Διευθυντά; Έκλεισε την πόρτα πίσω του.
Ο Θύμιος κοίταζε δειλά-δειλά το Διευθυντή στο πρόσωπο. Κι εκείνος πάλι κοίταζε ήσυχα, γλυκά, πατρικά τ’ αγόρι.
-Θύμιο, αγόρι μου, μίλησε ο Διευθυντής. Κάθισε στην καρέκλα παιδί μου. Μην στέκεσαι όρθιος.
Κάθισε δειλά, άκρη-άκρη, στη καρέκλα ο Θύμιος. Η ντροπή και τα λερωμένα ρούχα του έτσι του έλεγαν.
-Γιατί, παιδί μου, κάνεις αταξίες;
-Εμένα δε με αγαπά κανένας! Ξέσπασε ο Θύμιος. Κανένας! Κι αυτοί που με γέννησαν ακόμα…
Κι έβαλε τα κλάματα. Δύο ζεστά, καθαρά ρυάκια σχηματίστηκαν στο μουτζουρωμένο πρόσωπο του παιδιού.  Δύο ρυάκια που πήγαζαν απ’ τα γαλανά νερά των ματιών του κι έτρεχαν κατά το στόμα του, κομίζοντας την πικρή γεύση της μουτζούρας που ξέπλεναν.
Σηκώθηκε ο Διευθυντής. Πήγε κοντά στο παιδί. Χάιδεψε το σγουρόμαλλο κεφάλι του. Το κοίταξε μες στα κλαμμένα μάτια όσο μπορούσε πιο πατρικά, πιο γλυκά.
-Εγώ όμως σ’ αγαπώ, Θύμιο, είπε γλυκά.
Ένα τηλεφώνημα διέκοψε τη σκηνή.
-Μάλιστα, ευχαρίστως, τον περιμένω.
Και δεν πρόφτασε να κλείσει το τηλέφωνο και ένα χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα και πριν καλοπροφτάσει να πει εμπρός άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ένας καλοντυμένος κύριος, σοβαρός, με τον αέρα του ανώτερου.
-Τα σέβη μου, κύριε Επιθεωρητά. Παρακαλώ καθίστε, είπε και έδειξε την πολυθρόνα του γραφείου του στον Επιθεωρητή ο Διευθυντής. Ο Θύμιος έκοψε το κλάμα. Γλίστρησε  έξω. Έκλεισε την πόρτα πίσω του. Κατέβηκε τα σκαλιά μηχανικά και βρέθηκε στην εξώπορτα. Έβρεχε έξω. Θυμήθηκε πάλι τον πόνο του κι έπιασε να κλαίει… Εμένα δε μ’ αγαπάει κανένας…, έλεγε μέσα του. Κι αυτοί ακόμη που με γέννησαν μ’ άφησαν και τράβηξε ο καθένας το δρόμο του.
Το στομάχι του τον τραβούσε από μέσα. Πεινούσε. Πώς να ανέβει όμως στην τάξη; Πώς να αντικρύσει τον αγριεμένο καθηγητή, για να πάρει απ’ τα χέρια του το απογευματινό που θα δινε αυτή την ώρα στο διάλειμμα; Ούτε ένα ξεροκόμματο δεν είχε στο «σπίτι» του. Η πατρική μορφή του Διευθυντή ξαναγύρισε στη σκέψη του. Γύρισε πίσω ο Θύμιος. Ανέβηκε τις σκάλες. Χτύπησε δειλά την πόρτα. Μπήκε.
-Σας παρακαλώ πολύ μου δίνεται λίγες δραχμές να παω με το αυτοκινητο στο σπίτι γιατι βρέχει;
Λίγες δραχμές;;… Πολλές θα σου δώσω, Θύμιο μου, να πας σήμερα και αύριο με το αυτοκίνητο και να φας κι ένα γλυκό, την Κυριακή, σ’ ένα ζαχαροπλαστείο,
Κι έβγαλε κι έδωσε χρήματα στο Θύμιο.
Ένα κατοστάρικο έβλεπε στην παλάμη του το παιδί. Ένα κατοστάρικο! Πόσο γυαλιστερό ήταν! Σήκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε. Είπε ευχαριστώ και βγήκε. Κατέβηκε τα σκαλιά και στάθηκε πάλι στην εξώπορτα. Έξω έβρεχε ασταμάτητα. Έκανε να βγει να περπατήσει σύρριζα στον τοίχο να φτάσει στο φούρνο, να ζητήσει μία ξεροψημένη φρατζόλα του μισού κιλού, μα κάτι τον κράτησε. Γύρισε πίσω. Ανέβηκε τα σκαλιά. Ξαναχτύπησε δειλά την πόρτα. Άνοιξε. Μπήκε.
-Μ’ αγαπάτε, κύριε Διευθυντά; Ρώτησε μ’ όλη του την καρδιά. Μ’ αγαπάτε; Και τον κοίταξε με τα γαλάζια του μάτια, που ήταν καθαρά τώρα, όμορφα, φωτισμένα.
-Ναι, παιδί μου. Σ’ αγαπώ, είπε ο διευθυντής το ίδιο πατρικά.
-Καληνύχτα σας! Είπε χαρούμενα.

Βγήκε έξω…

Κατέβηκε τις σκάλες τρέχοντας. Περπάτησε σύρριζα στον τοίχο, για να μη βραχεί. Μπήκε στο φούρνο.
-Μια φρατζόλα του μισού κιλού ξεροψημένη παρακαλώ. Αυτήν, είπε. Ορίστε και τα χρήματα.
Πήρε τη φρατζόλα. Την έσφιξε λίγο με τα δάχτυλά του κι άκουσε το κριτσίνισμά της. Πήρε και τα ρέστα ύστερα και βγήκε. Μπροστά του φρενάρισε αυτή την ώρα το λεωφορείο. Ανέβηκε. Πλήρωσε το εισιτήριο του και κάθισε. Άρχισε να κρυφοτσιμπάει τη φρατζόλα. Ήταν ντροπή να τον βλέπουν να τρώει μες το αυτοκίνητο. Ήξερε το καλό ο Θύμιος. Έτσι από μέσα του έβγαινε μόνο του, όταν ένιωθε πως τον αγαπούσαν. Και γινόταν καλότροπο παιδί τότε, ευγενικό, χαριτωμένο, κι εύρισκε την ομορφιά του το καλοφτιαγμένο πρόσωπό του και γλύκαιναν τα μάτια του κι έσταζε μέλι η γλώσσα του.
Το λεωφορείο έκανε στάση κοντά στο σπίτι του. Κατέβηκε χαρούμενος ο Θύμιος. Δρασκέλισε μία αυλή. Έβγαλε ένα μεγάλο κλειδί απ’ την τσέπη του παντελονιού του, το έβαλε σε μία παλιά κλειδαριά ξεκλείδωσε και άνοιξε την ξύλινη πόρτα. Μπήκε σιγά, ερευνητικά στο σκοτάδι του δωματίου, βρήκε τη λάμπα και τα σπίρτα. Έβγαλε το λαμπογυάλι, άναψε ένα σπίρτο, άναψε το φυτίλι, το χαμήλωσε λιγάκι, έβαλε το γυαλί κι ένα λιγοστό, ήσυχο και ταπεινό φως φώτισε το δωμάτιο. Ένα ντιβάνι είχε το μικρό δωμάτιο, ένα μικρό τραπέζι με μία εφημερίδα για τραπεζομάντηλο, μία παλιά καρέκλα, μία κρεμάστρα για τα ρούχα κι ένα ρολόι ξυπνητήρι, από κείνα τα παλιά μεγάλα ρολόγια που ακούγονται ρυθμικά στην ησυχία του δωματίου και ξυπνούν κι αυτούς που φτάνουν στο θάνατο, θαρρείς, στον ύπνο τους.
Κάθισε τ’ αγόρι και στεγνοβούκιζε τη φρατζόλα του. Μελαγχόλησε πάλι… Έπεσαν τα φτερά του. Ξαναγέμισαν τα μάτια του. Κύλησαν τα δάκρυά στα μάγουλά του. Ως το στόμα έφτασαν πάλι. Ψωμί και δάκρυ έτρωγε ο Θύμιος… Σήκωσε ψηλά το βλέμμα του, το πέρασε απ’ το μικρό τζάμι του παραθύρου του, το περπάτησε πάνω απ’ τις χαμηλές στέγες των άλλων δωματίων και το κάρφωσε στην απέναντι πολυκατοικία, στο πιο φωτεινό διαμέρισμα της. Ένας άνδρας φαινόταν μέσα απ’ τη λεπτή κουρτίνα του, καθισμένος στο τραπέζι. Ήταν ο πατέρας του! Κι απέναντι του ήταν μία γυναίκα. Η μητρυιά του! Αυτή που τον πέταξε ένα πρωινό έξω!
-Δεν είσαι δικό μου παιδί. Δε σε θέλω. Έξω!
-Να δω το μπαμπά. Να του μιλήσω, παρακάλεσε τότε ο Θύμιος.
-Του μίλησα εγώ… Τα είπαμε. Συμφωνήσαμε. Δεν σε θέλουμε. Φύγε!
-Μα που να πάω;
-Στη μάνα σου!...
Κι έφυγε ο Θύμιος με μια μικρή βαλιτσούλα και τράβηξε να βρει τη γυναίκα που τον γέννησε. Πήγε στο σπίτι της. Ανέβηκε στο τρίτο πάτωμα. Χτύπησε το κουδούνι. Βγήκε έξω μία κοπελίτσα.    
-Τι θέλεις;
-Την μητέρα μου.
-Ποια είναι η μητέρα σου;
-Η κυρία Ευτέρπη.
-Λάθος κάνεις. Η κυρία μου τώρα παντρεύτηκε. Δεν έχει παιδιά ακόμη.
-Θέλω τη μητέρα μου, σου λέω. Φώναξέ την σε παρακαλώ.
Άκουσε η κ. Ευτέρπη τη συζήτηση. Ανησύχησε. Πετάχτηκε έξω.
-Λάθος κάνεις, αγόρι μου. Η μητέρα σου δεν… δεν μένει εδώ…
-Μητέρα!
-Σουτ! Δεν μένει εδώ σου είπα! Κι έκλεισε την πόρτα με ορμή.
-Λάθος κάνει το φτωχό, Μαρία. Αλλού ήταν να πάει…, μίλησε στην υπηρέτρια προσπαθώντας να κρύψει την ταραχή της.
Κατέβηκε τις σκάλες κλαίγοντας ο Θύμιος. Κανείς δε μ’ αγαπά… Κανείς δεν με θέλει…



Απόσπασμα από το βιβλίο, 
"Μία κούνια στο χιόνι"


12 Ιουλίου 2013

Breathe...

(Ανάσα...)

Κάτω από το νερό, κάπου εκεί στο βυθό προσπαθούσε να πάρει ανάσα!
Δεν άντεχε άλλο να κρατά την αναπνοή της! Ήθελε να αναπνεύσει!
Μάταιος κόπος... είχε πιαστεί σε δίχτυα που δύσκολα θα μπορούσε να απαλλαγεί!
...



Το ήξερε από την αρχή πως αν κολυμπούσε στα βαθιά δεν θα τα κατάφερνε, όμως πήρε το ρίσκο και έπεσε.
Και καθώς έπεφτε όλο και πιο βαθιά, έβλεπε τις ακτίνες του ήλιου πως λαμπύριζαν στην επιφάνεια. «Οι δυσκολίες είναι για τους δυνατούς», έλεγε μέσα της και προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της πως ήταν καλά! πως ενώ καταπιεζόταν, ήταν χαρούμενη.
και έπεφτε...
...
και έπεφτε...
...
ώσπου έφτασε στον βυθό. Εκεί πια κυριαρχούσε το απόλυτο σκοτάδι! Έπαψαν πια να φαίνονται οι ακτίνες του ήλιου, γιατί ο ήλιος δεν έφτανε μέχρι εκεί κάτω.., στο βάθος, στο χάος...!
Για μια στιγμή ένιωθε τις δυνάμεις της να εξαντλούνται. H όλη προσπάθεια την είχε κουράσει! Είχε κουραστεί να μαζεύει σπασμένα όστρακα, να κάνει συλλογή από χαμένες ψυχές! Είχε κουραστεί να μετρά απώλειες! Ήθελε και κείνη, όπως και οι άλλοι, να είναι ευτυχισμένη! Μα ακόμη δεν κατανόησε πως η ευτυχία είναι στιγμές, μικρές-μικρές στιγμούλες, κι αν εκείνη ήθελε κάτι μεγάλο, θα έπρεπε να αρκεστεί στα μικρά που τις δίνονταν. Γιατί η ζωή, δεν είναι για όλους η ίδια!

Η κούρασή της ολοένα και μεγάλωνε, και κάθονταν στο στήθος της και την βάραινε σαν ένα φορτίο τόνων! Η ανάσα της άρχισε να γίνεται όλο και πιο αδύναμη! Έκανε μία κίνηση να ανέβει προς τα πάνω, να αρχίσει σιγά-σιγά να κολυμπά προς την έξοδο, προς την σωτηρία της, αλλά διαπίστωσε πως είχε πέσει στα δίχτυα των λογισμών και της απελπισίας! Των σκέψεων εκείνων που σε κάνουν να πιστεύεις ότι δεν θα αλλάξει τίποτε στη ζωή σου, θα είναι έτσι μέχρι να αφήσεις το σώμα σου να κοιμηθεί σε κάποιο κομμάτι του ουρανού. Και θα φάνταζε λύτρωση αυτός ο αιώνιος ύπνος για εκείνη..!
...
Σε αυτά λοιπόν τα δίχτυα, αν κάποιος πέσει, θα είναι δύσκολο να ανέλθει..!...
Κατάλαβε πως αν ήθελε τη ζωή της, θα έπρεπε να χύσει αίμα για να την αποκτήσει ξανά! Ήθελε; αφού ήταν πεπεισμένη πως δεν θα άλλαζε τίποτε. Η ρουτίνα την είχε καταπιεί ολοκληρωτικά και εκείνη το μόνο που έκανε ήταν να την κοιτά και να της χαμογελάει!

to be continued...

Lia@



7 Ιουλίου 2013

Τα λόγια σου...

Τα λόγια σου ...είναι σαν καρφιά στο σώμα μου!!!

Ήταν μια φορά ένας νεαρός, ο οποίος συμπεριφερόταν μερικές φορές βίαια.
Ο πατέρας του, του έδωσε ένα σακουλάκι με καρφιά και του είπε να καρφώνει ένα καρφί στο πεζοδρόμιο μπροστά από τον κήπο κάθε φορά που θα έχανε την υπομονή του και θα μάλωνε με κάποιον.
Την πρώτη μέρα έφτασε στο σημείο να καρφώσει 37 καρφιά στο πεζοδρόμιο. 

Κατά τις εβδομάδες που ακολούθησαν έμαθε να ελέγχει τον εαυτό του και ο αριθμός των καρφιών που κάρφωνε στο πεζοδρόμιο λιγόστευε συνεχώς μέρα με τη μέρα: είχε ανακαλύψει ότι ήταν πιο εύκολο να συγκρατείται από το να καρφώνει καρφιά.
Τελικά, έφτασε η μέρα κατά την οποία ο νεαρός δεν έβαλε ούτε ένα καρφί στο πεζοδρόμιο.
Τότε πήγε στον πατέρα του και του είπε ότι εκείνη την ημέρα δεν χρειάστηκε να βάλει ούτε ένα καρφί.

Τότε ο πατέρας του, του είπε να βγάζει ένα καρφί για κάθε μέρα που θα περνούσε χωρίς να χάσει την υπομονή του.
Οι μέρες πέρασαν και ο νεαρός τελικά μπόρεσε να πει στον πατέρα του ότι είχε βγάλει όλα τα καρφιά απ το πεζοδρόμιο.
Ο πατέρας τότε, οδήγησε τον υιό του στο πεζοδρόμιο μπροστά από τον κήπο και του είπε:
- «Παιδί μου, συμπεριφέρθηκες καλά, αλλά κοίτα πόσες τρύπες έχει το πεζοδρόμιο. Αυτό δεν θα είναι πια όπως πριν.

Όταν μαλώνεις με κάποιον και του λες κάτι προσβλητικό, του αφήνεις μια πληγή όπως αυτή.
Μπορείς να μαχαιρώσεις έναν άνθρωπο και μετά να του βγάλεις το μαχαίρι, ωστόσο όμως θα του μείνει πάντα μια πληγή.»
«Λίγη σημασία έχει πόσες φορές θα ζητήσεις συγνώμη, η πληγή που γίνεται με τα λόγια κάνει τόση ζημιά όσο και μία πληγή στο σώμα σου...»


Άγνωστη Πηγή

5 Ιουλίου 2013

Rain...



Βροχή...
Βροχή που κυλά
στο τζάμι του παραθύρου
και γράφει μία λέξη...

Σ' αγαπώ!

Βροχή...
Ένα δάκρυ 
απ' τα μύχια της ψυχής σου φανερώνει
όλα όσα αρνείται 
ο εαυτός σου να δεχθεί,
και αναβλύζει από τα μάτια ευωδιαστό νερό
που κυλά...
και χαϊδεύει το απαλό μάγουλό σου
και στάζει...
πάνω στις σελίδες του βιβλίου...
εκείνου,
που είχες χαρίσει σε κάποιον,
κάποτε,
τον πολύτιμο σου θησαυρό.
Eκεί που φύλαγες 
το τριαντάφυλλο...
μαραμένο τώρα πια απ' τα χρόνια...
Μα... πάντα εκεί
να περιμένει...,
να σου θυμίζει...,
πως κάποιον αγάπησες πολύ


~~~ 

Lia@
27/5/2012

4 Ιουλίου 2013

Αν τ' αγαπάς...


«…Και τα λόγια φεύγουν;
-Και τα λόγια.
-Και τα γέλια;
-Και τα γέλια.
-Και τα δάκρυα, γιαγιά;
-Και τα δάκρυα, γιε μου.
-Και όλα γυρίζουν πίσω λίγο διαφορετικά;
-Όλα, όλα…
-Και δεν υπάρχει τίποτα που να μένει στη θέση του για πάντα; Δεν υπάρχει τίποτα που να μη φεύγει ποτέ;
-Πως δεν υπάρχει! Αυτό που δε φεύγει από τη θέση του είναι η αγάπη μας για όλα αυτά που φεύγουν. Αυτή είναι που τα ξαναφέρνει όλα πίσω. Χωρίς αυτή, τίποτα δε θα ξαναρχόταν…» 



Β. Νευροκοπλή, «Αν τα αγαπάς ξανάρχονται»

Heartbeat...

Η καρδιά είναι ουσιαστικά ένας μυώδης σάκος που αποτελείται από 2 αντλίες. Κάθε αντλία χωρίζεται σε 2 διαμερίσματα που συγκοινωνούν μεταξύ τους με βαλβίδες. Το κύριο διαμέρισμα είναι η αριστερή κοιλία, η οποία αντλεί πρόσφατα οξυγονωμένο από τους πνεύμονες αίμα, δια μέσου της αορτής προς όλα τα σημεία του σώματος.  ......

τικ τακ   τικ τακ   τικ τακ ...........



«Έχετε μία κανονική καρδιά! Στο εσωτερικό της φανταστείτε την πως έχει πολλές πόρτες και παράθυρα, όπως ένα δωμάτιο! Η μία πόρτα σας αντί να κλείνει καλά, έχει μείνει λίγο ανοιχτή με αποτέλεσμα το αίμα που σπρώχνει προς όλα τα υπόλοιπα σημεία του σώματος να αφήνει και λίγο προς τα πίσω! Θα πρέπει να ξανακάνετε υπέρηχο καρδιάς μετά από 5-6 χρόνια για να δούμε αν αυτό μεγαλώνει ή παραμένει το ίδιο! Μην αγχώνεστε για τίποτε και μην στενοχωριέστε! Προσπαθήστε να κάνετε πράγματα που σας ευχαριστούν! Μην πιέζεται τον εαυτό σας!», αυτά τα λόγια ακούγονταν από το στόμα του γιατρού.
«Να κάνω αυτό που με ευχαριστεί! να μην στενοχωριέμαι!...φαντάζει ουτοπικό, αν όχι παράλογο!», σκέφτηκε από μέσα της.
Ποτέ στην ζωή της δεν είχε κάνει αυτό που την ευχαριστούσε πραγματικά, πάντα έπραττε αυτό που έπρεπε, για να μην στενοχωρήσει τους γύρω της. Προσπαθούσε όσο μπορούσε να μην πληγώνει κανέναν, γιατί η ίδια ήξερα πολύ καλά πως είναι να αισθάνεσαι πόνο!
"Η πραγματική χαρά γεννιέται μέσα από τον πόνο" θυμήθηκε εκείνη τη στιγμή το ρητό που είχε κάποτε διαβάσει!
Ευχαρίστησε το γιατρό και βγήκε έξω από το ιατρείο! Κατέβηκε τα σκαλοπάτια! (ήθελε να τεστάρει λίγο τις αντοχές της!) και έφτασε στην εξώπορτα. Βγήκε έξω και πήρε μία βαθιά ανάσα!
«Έχω την ανάγκη να πάρω αέρα! Να περπατήσω!»
Ξεκίνησε να περπατά στο πεζοδρόμιο! Φυσούσε δροσερό αεράκι που πότε πότε ανακάτευε τα μακριά μαλλιά της.
"1 βήμα... 2 βήματα... 3 βήματα..."  μετρούσε και έκανε συνειρμούς!
Όποτε δεν αισθανόταν καλά, πήγαινε στην εκκλησίτσα που είναι αφιερωμένη στην Παναγία για να καθίσει και να μιλήσει με Εκείνη, Εκείνη που τα ακούει όλα και μπορεί να την καταλάβει!
«Εκεί θα πάω! Στην Παναγία...!», σκέφτηκε και συνέχισε το δρόμο της με πιο γρήγορο ρυθμό, ώσπου έφτασε στην εκκλησία!
Μπήκε μέσα, άναψε το κεράκι της και χαιρέτησε τις εικόνες!
Κάθισε λιγάκι! Δεν γνωρίζω πόση ώρα για να σας πω,
κι έπειτα έφυγε...

Lia@

1 Ιουλίου 2013

Εγώ, το αγέννητο παιδί...

Γεια σας.

Είμαι ένα παιδάκι


    Στο ξεκίνημα της ζωής μου!


-την πρώτη εβδομάδα
Στο μέσο του κύκλου της μητέρας μου, δύο εβδομάδες μετά την τελευταία της περίοδο, το ωάριό
της, με τα 23 χρωμοσώματα περίμενε στην ωοθήκη. Τότε ήρθε το σπερματοζωάριο του πατέρα μου με άλλα 23 χρωμοσώματα και αγκαλιάστηκαν σφιχτά, δημιουργώντας εμένα!  Δύο μέρες περίπου μετά άρχισα να μεγαλώνω ιλιγγιωδώς και να διαφοροποιούμαι από τους γονείς μου. Έχω ήδη περάσει μέσα απ’ τις σάλπιγγες της μητέρας μου κι εγκαταστάθηκα στη μήτρα της. Εδώ θα φωλιάσω ώσπου να γεννηθώ.




-την δεύτερη εβδομάδα
Ήδη έχω πολλαπλασιαστεί σε πολλές χιλιάδες κύτταρα, διαφοροποιημένα σε τρία βλαστικά φύλλα. Σε 9 μήνες τα κύτταρά μου θα είναι τρισεκατομμύρια! Πρώτα σχηματίζονται ο ομφάλιος λώρος και ο πλακούντας, που με τροφοδοτούν με θρεπτικές ουσίες και οξυγόνο. Αν και τρέφομαι και θερμαίνομαι από τη μητέρα μου, δεν έχουμε το ίδιο αίμα ούτε ξέρει ακόμα ότι υπάρχω. Μάλιστα περιμένει την κανονική έμμηνο ροή στο τέλος της εβδομάδας.







-την τρίτη εβδομάδα 
Σχηματίζεται η σπονδυλική στήλη, το κεφάλι, οι πνεύμονες, το στομάχι, το έντερο και τα νεφρά μου. Το συκώτι μου παράγει το αίμα μου. Από την 18η ημέρα αρχίζει να σχηματίζεται το καρδιαγγειακό μου σύστημα. 





-την τέταρτη εβδομάδα

Συμπληρώνω τον πρώτο μήνα της ζωής μου! Έχω ύψος μισό εκατοστό και ζυγίζω μισό γραμμάριο! Οι γάμπες μου είναι σα μικρές φτερούγες και τα χέρια μου έχουν σχηματιστεί. Αν και ζω ήδη ένα μήνα, η μητέρα μόλις τώρα αρχίζει να το υποψιάζεται,  καθώς η περίοδός της καθυστερεί εδώ και δύο εβδομάδες. Με τους υπερήχους μπορείτε ν’ ακούσετε την καρδιά μου να χτυπά.







-την πέμπτη εβδομάδα
Σε μία εβδομάδα το ύψος και το βάρος μου έχουν διπλασιαστεί! Έχω ύψος ένα εκατοστό και βάρος ένα γραμμάριο. Ξεχωρίζουν το κεφάλι, ο θώρακας και η κοιλιά μου. Σχηματίζονται τα μάτια μου με τον αμφιβληστροειδή, τον φακό και τα βλέφαρα. Ξεπροβάλλουν τα αυτιά και η μύτη μου. Μπορεί να καταγραφεί ακόμα και το ηλεκτροκαρδιογράφημά μου!



-την έκτη εβδομάδα
Έχουν  διαφοροποιηθεί οι γονάδες μου και διακρίνονται τα δάκτυλα στα χέρια και τα πόδια μου. Στο τέλος της εβδομάδας τα εγκεφαλικά μου κύματα μπορούν να καταγραφούν σε ένα κανονικό ηλεκτροεγκεφαλογράφο. Κι ωστόσο κάποιοι λένε πως ακόμα δεν έχω ψυχή… δεν είμαι άνθρωπος.








-την έβδομη εβδομάδα
Ο εγκέφαλός μου έχει σχηματιστεί. Μπορώ να αισθανθώ και αντιδρώ σε ερεθίσματα. Ανοίγουν τα
χείλη μου, μπορώ να κάνω θηλαστικές και καταποτικές κινήσεις. Τα δάχτυλά μου μακραίνουν και τα δαχτυλικά μου αποτυπώματα παίρνουν τη μορφή που έχουν σ’ όλη μου τη ζωή.










-την όγδοη εβδομάδα (ΔΥΟ ΜΗΝΕΣ)
Οι  60  πιο σπουδαίες ημέρες της ζωής μου: Όλα τα όργανά μου έχουν σχηματιστεί. Τώρα πια δεν θα δημιουργηθούν άλλα. Θα μεγαλώνω συνεχώς και οι λειτουργίες μου θα τελειοποιούνται. Στους επτά μήνες που έχω μπροστά μου, ώσπου να γεννηθώ, το ύψος μου θα εικοσαπλασιαστεί (μέχρι εξήντα εκατοστά) και το βάρος μου θα αυξηθεί χίλιες φορές (τρία κιλά και περισσότερο).







-την ένατη-δέκατη εβδομάδα
Τώρα πια λειτουργούν όλα μου τα όργανα: μύες και νεύρα συγχρονίζονται, κινώ χέρια και πόδια, πιπιλίζω το δάχτυλο. Μπορώ να πιάνω ένα μικρό αντικείμενο. Αναπηδώ και κολυμπώ στο ζεστό αμνιακό υγρό. Αν με τρυπούν, αισθάνομαι πόνο. Ακούω ήχους και θυμάμαι τους χτύπους της καρδιάς της μητέρας μου. Όταν γεννηθώ, θα τους αποζητώ.


-την ενδέκατη–δωδέκατη εβδομάδα
Ήδη είμαι 8 εκατοστά και ζυγίζω 25 γραμμάρια. Μέσα σε ένα μήνα το ύψος μου τριπλασιάστηκε και το βάρος μου οκταπλασιάστηκε! Φυτρώνουν τα μαλλιά και τα νύχια μου! Όλες οι ψυχικές μεταβολές της μητέρας μου και κάθε ουσία επηρεάζουν και εμένα.


Πως η μαμά μου θ’ αποφασίσει υπεύθυνα;
Κάποιος πρέπει να της μιλήσει για τις επιπτώσεις που θα έχει αν με αποχωριστεί με αυτό που συχνά αποκαλείται «διακοπή εγκυμοσύνης», δηλ. άμβλωση/έκτρωση. Αυτό θα είναι η διακοπή της ζωής μου, γιατί από τη σύλληψη μου είμαι κανονικός άνθρωπος με ζωή, και μάλιστα μοναδικός σε ολόκληρο τον κόσμο. Ωστόσο, πολλοί προσπαθούν να την πείσουν ότι η «διακοπή της κύησης» δεν είναι κάτι κακό – ειδικά αν είμαι πολύ μικρό… Συχνά η άμβλωση γίνεται χωρίς η μαμά μου να έχει συνειδητοποιήσει ότι από τη σύλληψή μου έχω ζωή., όπως έχει διαπιστώσει η ιατρική επιστήμη.


Και πως γίνεται η «διακοπή της κύησης»;

Με χειρουργική επέμβαση: με ειδικά εργαλεία προκαλούν διαστολή του τραχήλου της μήτρας και με βγάζουν κομματιάζοντάς με, με μηχάνημα αναρρόφησης ή με αιχμηρά ξέστρα. Μπορούν επίσης να με βγάλουν με μικρή καισαρική τομή.

Με χάπια, που με νεκρώνουν και προκαλούν την αποβολή μου. Αν δεν αποβληθώ ολόκληρο, τα υπόλοιπα κομμάτια μου θα πρέπει να αφαιρεθούν χειρουργικά.

Με έγχυση άλατος στο αμνιακό υγρό μου, για να καώ ζωντανό και μετά να γεννηθώ νεκρό. Παλιότερα τον τρόπο αυτό τον χρησιμοποιούσαν συχνά.

Με το χάπι της επόμενης μέρας. Το χάπι αυτό πολλές φορές λειτουργεί αντισυλληπτικά. Άλλοτε δεν εμποδίζει τη σύλληψη, αλλά την εμφύτευση μου στη μήτρα, βάζοντας τέλος στη σύντομη ζωή μου ή αυξάνοντας τις πιθανότητες να προσκολληθώ στη σάλπιγγα της μητέρας μου (εξωμήτρια κύηση)… οπότε και πάλι είμαι καταδικασμένο σε θάνατο, ενώ η μητέρα μου κινδυνεύει. Έτσι δρα και το ενδομήτριο σπείραμα (σπιράλ)  που πολλοί θεωρούν απλώς αντισυλληπτικό.


Υπάρχουν πολλές μέθοδοι έκτρωσης. Μερικές είναι ιδιαίτερα μαρτυρικές για μένα – η καρδιά μου χτυπά με πείσμα και αγωνίζομαι μάταια να κρατηθώ στη ζωή… Με όλες όμως τις μεθόδους, οδυνηρές ή ανώδυνες, παλιές ή σύγχρονες, η θανάτωσή μου είναι γεγονός.


Ποιος μπορεί να βοηθήσει τη μητέρα μου...

Η Αγκαλιά με ανιδιοτέλεια, αγάπη και σεβασμό, συμπαραστέκεται σε όλες εκείνες τις γυναίκες έγγαμες ή άγαμες, που διάφοροι λόγοι, κυρίως εγκατάλειψης, κακοποίησης, αλλά και κοινωνικοοικονομικοί, τις πιέζουν να οδηγηθούν στη βίαιη αφαίρεση της ζωής του εμβρύου-παιδιού τους.

Μη διστάσετε να επικοινωνήσετε με το 

Κέντρο Φροντίδας Μητέρας και Παιδιού του Συλλόγου Προστασίας Αγέννητου Παιδιού – «Η Αγκαλιά»
Γραμμή επικοινωνίας: 210-8828788


Κάθε παιδί είναι μία ελπίδα για τον κόσμο!

Μία ζωή σε καλεί

Αγκάλιασέ την!!!

Δείξε και εσύ το σεβασμό σου στην ανθρώπινη ζωή.